σκυλομούρης

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με του σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος
2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούρης (< μούρη), πρβλ. αλογομούρης].