σμώγω: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_20)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμώγω''': πλήττω, μνημονεύεται ὡς [[ῥίζα]] τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.
|lstext='''σμώγω''': πλήττω, μνημονεύεται ὡς [[ῥίζα]] τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σμώγω]] απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο [[ρηματικός]] τ. από τον οποίο παράγεται η λ. [[σμῶδιξ]]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώγω Medium diacritics: σμώγω Low diacritics: σμώγω Capitals: ΣΜΩΓΩ
Transliteration A: smṓgō Transliteration B: smōgō Transliteration C: smogo Beta Code: smw/gw

English (LSJ)

   A smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.

Greek (Liddell-Scott)

σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.

Greek Monolingual

Α
πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ].