στερεώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_7)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ [[στερεός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
|lstext='''στερεώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ [[στερεός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στερεός]]<br />[[στερεοειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 937] ες, von fester, solider Art, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

στερεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ στερεός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στερεός
στερεοειδής.