στερεώδης
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
[Seite 937] ες, von fester, solider Art, Alex. Trall.
στερεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ στερεός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
-ῶδες, Α στερεός
στερεοειδής.