στηρικτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_19)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηρικτής''': -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
|lstext='''στηρικτής''': -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
}}
{{grml
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[στηρίζω]]<br />αυτός που στηρίζει.
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτής Medium diacritics: στηρικτής Low diacritics: στηρικτής Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΗΣ
Transliteration A: stēriktḗs Transliteration B: stēriktēs Transliteration C: stiriktis Beta Code: sthrikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.

Greek Monolingual

-οῡ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.