Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(38) |
(No difference)
|
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει στήθος
2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο»
[ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].