στενόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_18)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόψῡχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὴν ψυχήν, «[[στενόχωρος]]», Θεόδ. Στουδ.
|lstext='''στενόψῡχος''': -ον, ὁ ἔχων στενὴν ψυχήν, «[[στενόχωρος]]», Θεόδ. Στουδ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στενόψυχος]], -ον, ΝΜ<br />[[στενόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

στενόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν ψυχήν, «στενόχωρος», Θεόδ. Στουδ.

Greek Monolingual

-η, -ο / στενόψυχος, -ον, ΝΜ
στενόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].