στοιχιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_4) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιχιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ [[στρῶμα]], ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36. | |lstext='''στοιχιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ [[στρῶμα]], ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>(δομ.)</b> αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... [[πάχος]] στοιχιαῑα, [[μῆκος]] ὀκτώποδα», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-<i>ιαῖος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδ-ιαῖος)].