Στόαξ: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(38) |
(No difference)
|
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(38) |
(No difference)
|
και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].