Στόαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].