Στόαξ

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

και Στώαξ, -ακος, ὁ, Α
ένας από τους Στωικούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στοά + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλαξ)].