στερωπός: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

και στερεωπός, -ή, -όν, Α
στερεός, σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στεν-ωπός].