ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Full diacritics: στερεωπός | Medium diacritics: στερεωπός | Low diacritics: στερεωπός | Capitals: ΣΤΕΡΕΩΠΟΣ |
Transliteration A: stereōpós | Transliteration B: stereōpos | Transliteration C: stereopos | Beta Code: sterewpo/s |
στερεωπή, στερεωπόν, solid, Emp.21.6.
-ή, -όν, Α
βλ. στερωπός.
στερεωπός -ή -όν [στερεός, ὤψ] vast, met een vaste vorm.