συβαύβαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_14)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συβαύβαλος''': ὁ, πρβλ. συοβ-.
|lstext='''συβαύβαλος''': ὁ, πρβλ. συοβ-.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(δ. τ.) <b>βλ.</b> [[συοβαύβαλος]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.