συγκρατητικός: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(39) |
(No difference)
|
Revision as of 12:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
ικανός ή κατάλληλος να συγκρατεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκράτηση. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].