συναοιδός: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_15)
(39)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναοιδός''': όν (ἢ συνάοιδος, Ἀρκάδ. 18), = [[συνῳδός]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 787.
|lstext='''συναοιδός''': όν (ἢ συνάοιδος, Ἀρκάδ. 18), = [[συνῳδός]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 787.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[συνῳδός]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1001] = συνῳδός, Νύμφαι, Eur. Herc. fur. 787.

Greek (Liddell-Scott)

συναοιδός: όν (ἢ συνάοιδος, Ἀρκάδ. 18), = συνῳδός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 787.

Greek Monolingual

-όν, Α
βλ. συνῳδός.