συνεπιπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_5)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
|lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιπλέω]]<br />[[συμμετέχω]] σε ναυτική [[εκστρατεία]] («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπλέω Medium diacritics: συνεπιπλέω Low diacritics: συνεπιπλέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΛΕΩ
Transliteration A: synepipléō Transliteration B: synepipleō Transliteration C: synepipleo Beta Code: sunepiple/w

English (LSJ)

   A join in a naval expedition, D.50.59.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).