συγκατακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατακεράννυμι''': συναναμιγνύω, [[συγκεράννυμι]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.
|lstext='''συγκατακεράννυμι''': συναναμιγνύω, [[συγκεράννυμι]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
|mltxt=Α<br />[[αναμιγνύω]] εκ παραλλήλου, [[αναμιγνύω]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακεράννυμι Medium diacritics: συγκατακεράννυμι Low diacritics: συγκατακεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkatakeránnymi Transliteration B: synkatakerannymi Transliteration C: sygkatakerannymi Beta Code: sugkatakera/nnumi

English (LSJ)

   A commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].