συγκεντρωτισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ο, Ν<br />[[τύπος]] διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης [[κατά]] τον οποίο το [[σύνολο]] τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική [[διοίκηση]], [[εξουσία]] ή [[ηγεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρωτικός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br />[[τύπος]] διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης [[κατά]] τον οποίο το [[σύνολο]] τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική [[διοίκηση]], [[εξουσία]] ή [[ηγεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρωτικός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>]. | |mltxt=ο, Ν<br />[[τύπος]] διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης [[κατά]] τον οποίο το [[σύνολο]] τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική [[διοίκηση]], [[εξουσία]] ή [[ηγεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκεντρωτικός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].
Greek Monolingual
ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].