συμβολοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sumbolofu/lac
|Beta Code=sumbolofu/lac
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keeper of receipts</b>, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).</span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keeper of receipts</b>, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολοφύλαξ Medium diacritics: συμβολοφύλαξ Low diacritics: συμβολοφύλαξ Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symbolophýlax Transliteration B: symbolophylax Transliteration C: symvolofylaks Beta Code: sumbolofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.