συμβιβαστικότητα: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού
2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού
2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].