συμμείραξ: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-είρακος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[έφηβος]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεῖραξ]], -<i>ακος</i> «[[έφηβος]], [[παληκαράκι]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-είρακος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[έφηβος]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεῖραξ]], -<i>ακος</i> «[[έφηβος]], [[παληκαράκι]]»].
|mltxt=-είρακος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[έφηβος]] ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεῖραξ]], -<i>ακος</i> «[[έφηβος]], [[παληκαράκι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].