deprive

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for deprive - Opens in new window

verb transitive

P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν; (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν; (τινά τινος).

help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).

be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι; (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι; (gen.).

be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).

deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plato), V. ἄμμορος (gen.).