συμμορφίζω: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(39)
(39)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμορφίζω''': συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.
|lstext='''συμμορφίζω''': συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σύμμορφος]]<br />([[κυρίως]] το παθ.) [[συμμορφίζομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σύμμορφος]]<br />([[κυρίως]] το παθ.) [[συμμορφίζομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]].
|mltxt=Α [[σύμμορφος]]<br />([[κυρίως]] το παθ.) [[συμμορφίζομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 983] = συμμορφόω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.

Greek Monolingual

Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.