συναπάντημα: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [[συναπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[προϋπάντηση]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που συναντά [[κανείς]] τυχαία<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]» — [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με το οποίο η τυχαία [[συνάντηση]] θεωρείται [[καλός]] [ή [[κακός]]] [[οιωνός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνωμοσία]]<br /><b>2.</b> δυσοίωνη [[συνάντηση]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [[συναπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[προϋπάντηση]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που συναντά [[κανείς]] τυχαία<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]» — [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με το οποίο η τυχαία [[συνάντηση]] θεωρείται [[καλός]] [ή [[κακός]]] [[οιωνός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνωμοσία]]<br /><b>2.</b> δυσοίωνη [[συνάντηση]]. | |mltxt=το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [[συναπαντῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[προϋπάντηση]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που συναντά [[κανείς]] τυχαία<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]» — [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με το οποίο η τυχαία [[συνάντηση]] θεωρείται [[καλός]] [ή [[κακός]]] [[οιωνός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνωμοσία]]<br /><b>2.</b> δυσοίωνη [[συνάντηση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.