συνάντηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / συνάντησις, συναντήσεως, ΝΑ συναντῶ
το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία»)
νεοελλ.
1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση»)
2. φρ. α) «συνάντηση κορυφής»
(διπλ.) συνομιλίες μεταξύ δύο ή περισσότερων αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων για θέματα κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλ. συνάντηση ανωτάτου επιπέδου
β) «τροχιακή συνάντηση»
αστροναυτ. συνάντηση σε ορισμένο σημείο του διαστήματος και σε προκαθορισμένη χρονική στιγμή ενός διαστημικού σκάφους με ένα άλλο
αρχ.
συμπλοκή, σύγκρουση.