συνδιασπώ: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.