συνεκτικότητα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].