τοσάκις: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />autant de fois.<br />'''Étymologie:''' [[τόσος]], -ακις.
|btext=<i>adv.</i><br />autant de fois.<br />'''Étymologie:''' [[τόσος]], -ακις.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ και ποιητ. τ. [[τοσσάκι]] Α<br /><b>επίρρ.</b> τόσες φορές, τόσο [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i>/-<i>ακι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>άκις</i> / <i>πεντ</i>-<i>άκι</i>), <b>βλ.</b> και λ. -<i>κις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.

Greek (Liddell-Scott)

τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.

French (Bailly abrégé)

adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.

Greek Monolingual

ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].