φρενοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_18)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρενοφθόρος''': -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.
|lstext='''φρενοφθόρος''': -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει [[φρενοπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θυμο</i>-[[φθόρος]], [[ψυχοφθόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φρενοφθόρος: -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο-φθόρος, ψυχοφθόρος.