φρενοφθόρος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοφθόρος: -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο-φθόρος, ψυχοφθόρος.