τετράπυργος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_18)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπυργος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.
|lstext='''τετράπυργος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πύργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>πυργος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τετράπυργος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερεις πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πύργος (πρβλ. τρί-πυργος)].