φτωχαδάκι: Difference between revisions

From LSJ
(45)
(No difference)

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
υποκορ. κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -αδάκι (πρβλ. πετρ-αδάκι)].