φτωχαδάκι

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το, Ν
υποκορ. κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -αδάκι (πρβλ. πετραδάκι)].