υφαντάριος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(44)
(No difference)

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁ, Α
υφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφάντης, ὑφαντός) + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντ-άριος].