τρυγαβόλιον: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6_21) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ. | |lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ<br />[[τρυγηβόλιον]], τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αποθήκη]] διατήρησης ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλιον]] (<span style="color: red;"><</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[βόλιον]] (για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[τρυγώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγᾱβόλιον: τό, τόπος πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ
τρυγηβόλιον, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -βόλιον (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο-βόλιον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. τρυγώ)].