τατός: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54. | |lstext='''τᾰτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκτείνει, να τεντώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τă</i>- του [[τείνω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάσις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be stretched, Arist.HA519a32.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].