φιλέλληνας: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(45) |
(No difference)
|
Revision as of 12:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, η / φιλέλλην, -ηνος, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την Ελλάδα
νεοελλ.
1. ξένος που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια
2. (ιδίως) ξένος που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας τών Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821
αρχ.
προσωνυμία Ελλήνων τυράννων, όπως του Ιάσονος τών Φερών και του Ευαγόρου της Κύπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ἕλλην, -ηνος].