φιλέλληνας

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

ο, η / φιλέλλην, -ηνος, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τους Έλληνες και την Ελλάδα
νεοελλ.
1. ξένος που υποστηρίζει τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια
2. (ιδίως) ξένος που συμπαραστάθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα ή και αγωνίστηκε προσωπικά υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας τών Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821
αρχ.
προσωνυμία Ελλήνων τυράννων, όπως του Ιάσονος τών Φερών και του Ευαγόρου της Κύπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ἕλλην, -ηνος].

Translations

Finnish: hellenisti, filhelleeni; French: philhellène; German: Philhellene, Philhellenin; Greek: φιλέλληνας; Ancient Greek: φιλέλλην