υπερμήκης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α
1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός
2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός
3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι-μήκης, προ-μήκης].