ταὐτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
(6_18)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταὐτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.
|lstext='''ταὐτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ<br />αυτός που κάνει τα [[ίδια]] πράγματα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτοποιός Medium diacritics: ταὐτοποιός Low diacritics: ταυτοποιός Capitals: ΤΑΥΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tautopoiós Transliteration B: tautopoios Transliteration C: taftopoios Beta Code: tau)topoio/s

English (LSJ)

όν,

   A creating identity, Procl. in Cra.p.20 P., Dam.Pr.305, al.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που κάνει τα ίδια πράγματα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -ποιός].