τραφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

και τραφαλλίς, -ίδος, ἡ, Α
τροφαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τροφαλίς κατ' επίδραση τών τ. που εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του ρ. τρέφω.