φιλέταιρις: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(6_12)
(45)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλέταιρις''': -ιδος, ἡ, ἴδε [[φιλεταίριον]].
|lstext='''φῐλέταιρις''': -ιδος, ἡ, ἴδε [[φιλεταίριον]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φιλεταίριον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φιλεταίριος]] (<i>ἡ</i>) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φοινικ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, bes. fem. zu φιλέταιρος, so heißt Schol. Nic. Th. 632 ein klebriges Kraut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρις: -ιδος, ἡ, ἴδε φιλεταίριον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. φιλεταίριον
2. το φυτό ράμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φιλεταίριος () που εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].