Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ράμνος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος του Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- της λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].

Mantoulidis Etymological

(=ἀγκαθωτός θάμνος, παλιούρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τή λέξη ράβδος (ράβνος → ράμνος).