φοβήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_15)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοβήτωρ''': ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
|lstext='''φοβήτωρ''': ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Μ<br />αυτός που προξενεί φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κτή</i>-<i>τωρ</i>, <i>φρουρή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτή-τωρ, φρουρή-τωρ)].