υπουργήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(44) |
(No difference)
|
Revision as of 12:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που είναι πιθανόν να γίνει υπουργός («ο τάδε φέρεται ως υπουργήσιμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπουργώ + κατάλ. -σιμος (πρβλ. συζητή-σιμος). Η λ., στον πληθ. ὑπουργήσιμοι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].