τετραποδισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_15) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρᾰποδισμός''': ὁ, τὸ τετραποδίζειν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 417. | |lstext='''τετρᾰποδισμός''': ὁ, τὸ τετραποδίζειν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 417. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[τετραποδίζω]]<br />το [[βάδισμα]] με τα [[τέσσερα]], το [[μπουσούλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιπποειδή) το [[βάδισμα]] που γίνεται [[καθώς]] το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a going on all fours, Sch.Nic.Al.417.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰποδισμός: ὁ, τὸ τετραποδίζειν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 417.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τετραποδίζω
το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα
νεοελλ.
(για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά.