τυφώνιος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(c1) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και τυφώνειος και [[τυφαόνιος]], -(ε)ία, -ον, Α [[Τυφῶν]], -<i>ῶνος</i> / [[Τυφάων]]]<br /><b>1.</b> [[τυφωνικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τυφώνιοι</i><br />α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τυφωνία</i><br />το γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[φυτό]] αγριολεβάντα και [[χαμολίβανο]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[τυφώνιον]]<br />[[γάιδαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1166] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so.
Greek Monolingual
και τυφώνειος και τυφαόνιος, -(ε)ία, -ον, Α Τυφῶν, -ῶνος / Τυφάων]
1. τυφωνικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι
α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις
β) (κατ' επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τυφωνία
το γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες φυτό αγριολεβάντα και χαμολίβανο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφώνιον
γάιδαρος.