σωματοβόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6_18) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοβόρος''': -ον, ὁ καταβιβρώσκων, ὁ καταστρέφων σώματα, σωτατοβόρων θηρίων Δωροθ. Ἐπιστ. σ. 746Β. | |lstext='''σωμᾰτοβόρος''': -ον, ὁ καταβιβρώσκων, ὁ καταστρέφων σώματα, σωτατοβόρων θηρίων Δωροθ. Ἐπιστ. σ. 746Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />[[σαρκοφάγος]] («ἄρχειν σωματοβόρων θηρίων», Δωρόθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βόρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων, ὁ καταστρέφων σώματα, σωτατοβόρων θηρίων Δωροθ. Ἐπιστ. σ. 746Β.
Greek Monolingual
-ον, Μ
σαρκοφάγος («ἄρχειν σωματοβόρων θηρίων», Δωρόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδο-βόρος].