σωματοβόρος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων, ὁ καταστρέφων σώματα, σωτατοβόρων θηρίων Δωροθ. Ἐπιστ. σ. 746Β.
Greek Monolingual
-ον, Μ
σαρκοφάγος («ἄρχειν σωματοβόρων θηρίων», Δωρόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδοβόρος].