τρομαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_4)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρομαλέος''': -α, -ον, ὁ τρέμων, [[περίτρομος]], Θεοδ. Προδρ. [[Κατὰ]] Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).
|lstext='''τρομαλέος''': -α, -ον, ὁ τρέμων, [[περίτρομος]], Θεοδ. Προδρ. [[Κατὰ]] Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Μ<br />[[περίτρομος]], [[τρομερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>ῥωμ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρομαλέος: -α, -ον, ὁ τρέμων, περίτρομος, Θεοδ. Προδρ. Κατὰ Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).

Greek Monolingual

-α, -ον, Μ
περίτρομος, τρομερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, ῥωμ-αλέος)].